υποφήτωρ

υποφήτωρ
-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. ὑποφήτης*
2. ως επίθ. προφητικός («ὑποφήτορι μύθω», Νόνν.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὑποφήτορες
ὑποτεταγμένοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὑποφήτης κατά τα ουσ. σε -τωρ (πρβλ. προφή-τωρ: προφήτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποφήτορα — ὑποφήτωρ masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφήτορας — ὑποφήτωρ masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφήτορες — ὑποφήτωρ masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφήτορι — ὑποφήτωρ masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”